αναδημιουργία

αναδημιουργία
η
ανακατασκευή, ανάπλαση: Στη χώρα είχε αρχίσει μια περίοδος αναδημιουργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδημιουργία — η 1. η εκ νέου δημιουργία 2. αναγέννηση 3. ανασχηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ. ΠΑΡ. αναδημιουργικός] …   Dictionary of Greek

  • ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αναδημιουργικός — ή, ό ο ικανός, ο κατάλληλος για αναδημιουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημιουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον παιδαγωγό Δημήτριο Μαρούλη] …   Dictionary of Greek

  • ανάπλαση — η 1. αναμόρφωση στο καλύτερο, αναδημιουργία, αναγέννηση: Επιδίωξή του ήταν η ηθική ανάπλαση του λαού του. 2. η αναδημιουργία στη συνείδηση παλιότερων παραστάσεων: Η ανάπλαση των παραστάσεων γίνεται με πολλούς τρόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Athanasios Vletsis — (* 10. November 1956 in Thessaloniki, Griechenland) ist ein orthodoxer Theologe. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Schwerpunkte 3 Mitgliedschaften …   Deutsch Wikipedia

  • Vletsis — Athanasios Vletsis (* 10. November 1956 in Thessaloniki, Griechenland) ist ein orthodoxer Theologe. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Schwerpunkte 3 Mitgliedschaften 4 …   Deutsch Wikipedia

  • ανάκτιση — η (Α ἀνάκτισις) [ἀνακτίζω] 1. χτίσιμο εκ νέου, ανοικοδόμηση, ανακαίνιση 2. αναγέννηση, αναδημιουργία …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αναδημιουργώ — ( έω) (Μ ἀναδημιουργῶ) δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δημιουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία] …   Dictionary of Greek

  • αναμόρφωση — η (Α ἀναμόρφωσις) [ἀναμορφῶ] επανακατασκευή, αναδημιουργία κάποιου πράγματος με μερικές ή ολικές τροποποιήσεις τής παλαιάς του μορφής, ανασχηματισμός, ανακαίνιση νεοελλ. το να δίνει κανείς νέα διάπλαση, νέες κατευθύνσεις σε κάτι αρχ. ξαναγέννημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”